- σταδιαδρόμος
- ὁ, Αβλ.σταδιοδρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταδιαδρόμοις — σταδιαδρόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμος — και σταδιαδρόμος και σταδιηδρόμος, ὁ, Α αυτός που αγωνίζεται στο στάδιο («Ἀντικλέα τὸν σταδιοδρόμον», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος. Ο τ. σταδιαδρόμος πιθ. κατ επίδραση του πληθ. στάδια] … Dictionary of Greek